κυνηγετικῶν

κυνηγετικῶν
κυνηγετικός
of
fem gen pl
κυνηγετικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • πόιντερ — Κυνηγετικός σκύλος, της ομάδας των ιχνηλατών. Είναι το κατεξοχήν σκυλί φέρμας, στο οποίο κάθε τμήμα φανερώνει μεγάλη δύναμη συνδυασμένη με μεγάλη ευκινησία. Ακούραστος δρομέας, ορμητικό, προικισμένο με εξαιρετική όσφρηση, είναι ένα ελαφρό… …   Dictionary of Greek

  • σέτερ — Όνομα τριών φυλών κυνηγετικών σκύλων ιχνηλατικού τύπου. Διακρίνονται το αγγλικό σ., το σκοτικό σ., που λέγεται και Γκόρντον, και το ιρλανδικό σ.: το δεύτερο, πιο μεγάλο και πιο μυώδες από τα άλλα δύο, έχει ύψος ως το ακρώμιο 62 66 εκ. και ζυγίζει …   Dictionary of Greek

  • ANGLIA — Insulae Britanniae pars, olim Albion, seu Albania, ab albis rupibus (ur quidam volunt) quae primum illuc navigantibus apparent, sic dicta. Hodie in duaspartes dividitur, Angliam proprie sic dictam, veteribus Lhoegriam, et Cambriam, seu Walliam.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OLYMPIA — I. OLYMPIA orum, ludi ab Hercule instituti, in honrem Iovis, A. M. 2836. ante restaurationem ab Iphiro factam, An. 442. circa Olympiam Eleae regionis urbem a quâ et nomenhabent. Hercules enim, Augeâ Elidis rege superatô, eiusque stabulô repuratô …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAVONES — Hebr. Gap desc: Hebrew, pro cuthijim, i. e. Cuthaei seu Persici, 1. Regum c. 10. v. 22. et 2. Paral. c. 9. v. 21. Semel singulis trienniis ibat (Salomonis) classis in Tharsis et afferebat aurum et argentum, dentes elephantinos, simias et pavones …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρκυστασία — ἀρκυστασία, η (Α) [αρκύστατος] ο τρόπος, η σειρά τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών …   Dictionary of Greek

  • γκέκας — (1740 – 1790). Αρματολός. Δραστηριοποιήθηκε στη Μακεδονία και είχε έδρα την Κατερίνη. Ήταν ψυχογιός και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του μεγάλου κλεφταρματολού Ζίδρου, που μαζί με τους Ζιάκα, Λάζο και Βλαχάβα, είχαν στην εξουσία τους ουσιαστικά μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • δοκάνη — (I) και δουκάνη, η και δοκάνι, το (Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη) αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη]. (II) και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)… …   Dictionary of Greek

  • εγκρουστήρας — ο 1. σιδερένιο εργαλείο κατάλληλο για σφυροκόπηση σε κοιλότητες, ζουμπάς 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και παλιότερων πυροβόλων όπλων, λύκος, κόκορας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”